- πεσσός
- Τετράγωνη κολόνα πάνω στην οποία στήριζαν τις αψίδες του θόλου. Στη βυζαντινή αρχιτεκτονική, π. είναι κυρίως η κολόνα που στηρίζει το προστώο της εισόδου των οχυρωμένων μοναστηριών. Η είσοδος των παλαιών αυτών μοναστηριών είχε φρουριακό χαρακτήρα και αποτελούσε άλλοτε μακρόστενο κυλινδρικό θόλο, που έφτανε ως την αυλή του μοναστηριού. Την είσοδο αυτή μερικές φορές την τοποθετούσαν στη βάση ισχυρού τετράγωνου πύργου. Η είσοδος έκλεινε με ξύλινη πόρτα, που είχε σιδερένια επένδυση και βρισκόταν είτε σε ευθεία γραμμή με τον τοίχο του περιβόλου ή του πύργου, είτε μερικά μέτρα στο εσωτερικό του τοίχου. Στη δεύτερη περίπτωση, σχηματιζόταν πριν από την είσοδο πρόδομος, αν η είσοδος είχε κυλινδρικό θόλο, και προστώο, αν ήταν τοποθετημένη κάτω από πύργο. Το προστώο αυτό στηριζόταν σε κολόνες ή πεσσούς.
* * *ο, ΝΜΑ, πληθ. τὰ πεσσά και αττ. τ. πεττός, Α1. ωοειδές ξύλινο ή κοκάλινο πούλι, πιόνι, που τό χρησιμοποιούσαν στο παιχνίδι τής πεσσείας2. ελαστικός συνήθως δακτύλιος, και στην αρχαιότητα ξαντό από μαλλί ή λινάρι εμποτισμένο με φάρμακο, που τοποθετείται μέσα στον κόλπο τής γυναίκας για να συγκρατεί τη μήτρα στη φυσιολογική της θέσηνεοελλ.1. κολόνα που στηρίζει το προστώο οχυρωμένων μονών2. τύπος αντισυλληπτικής συσκευής («ενδομήτριος πεσσός»)νεοελλ.-μσν.τετράγωνη κολόνα για τη στήριξη τών αψίδων τού θόλουμσν.-αρχ.κυβοειδές κτίσμα που το γέμιζαν με χώμα ή άλλα υλικά, όπως λ.χ. στους κρεμαστούς κήπους τής Βαβυλώναςαρχ.1. κάθε κυλινδρικό ή ωοειδές σώμα με το σχήμα τού πεσσού2. σκυτάλη σε σχήμα πεσσού που αποδείκνυε την παρουσία στην εκκλησία3. μοχλός θύρας, το μάνταλο4. πληθ. oἱ πεσσοί και τὰ πεσσάα) το παιχνίδι τών πεσσών, η πεσσείαβ) ο τόπος όπου έπαιζαν πεσσούςγ) το αβάκιο που χρησιμοποιούσαν στο παιχνίδιδ) το μαύρο τμήμα γύρω από την κόρη τού ματιού.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τ. τού προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος ή για δάνεια λ. άγνωστης προέλευσης].
Dictionary of Greek. 2013.